σκηπτεργάτης

σκηπτεργάτης
ὁ, Μ
μία από τις προσηγορίες τού Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί σκηπτρεργάτης (< σκῆπτρον + ἐργάτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”